- εκταττω
- ἐκτάττωатт. = ἐκτάσσω См. εκτασσω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκτάσσω — ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α) 1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη 2. καταγράφω σε καταλόγους 3. γράφω, χαράζω 4. καταγράφω τους φόρους 5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω … Dictionary of Greek